- χάσκων
- χάσκωyawnpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χασκῶν — χασκάζω keep gaping at fut part act masc voc sg χασκάζω keep gaping at fut part act neut nom/voc/acc sg χασκάζω keep gaping at fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαφής — ές, Α αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῡ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αφής (ἀφή), πρβλ. συν αφής] … Dictionary of Greek